- διαταραχθεῖσα
- διαταράσσωthrow into confusionaor part pass fem nom/voc sgδιαταράσσωthrow into confusionaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευρασθένεια — Παθολογική κατάσταση που κυριαρχείται από υποκειμενική συμπτωματολογία που συνίσταται σε διάχυτο αίσθημα κακοδιαθεσίας, μυϊκή αδυναμία, κεφαλαλγία, μεγάλη δυσχέρεια εργασίας, ανικανότητα συγκέντρωσης κ.ά. Η κοινή άποψη ότι η εργασία (ιδίως η… … Dictionary of Greek